Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αγαπητέ φίλε!

  • 1 дорогой

    дорогой 1) (ценный) ακριβός, πολύτιμος 2) (уважаемый) αγαπητός \дорогой друг! (при об ращении) αγαπητέ φίλε!
    * * *
    1) ( ценный) ακριβός, πολύτιμος
    2) ( уважаемый) αγαπητός

    Русско-греческий словарь > дорогой

  • 2 любезный

    любезный
    прил
    1. εὐγενικός, φιλοφρων, περιποιητικός·
    2. (в обращении) уст. ἀγαπητός, ἀκριβός:
    \любезныйый читатель ἀγαπητέ ἀναγνώστη· \любезныйый друг ἀγαπητέ φίλε· ◊ будьте любезны! εὐαρεστηθήτε, Εχετε τήν καλωσύνη!

    Русско-новогреческий словарь > любезный

  • 3 дорогой

    дорог||о́й I
    прил
    1. (о цене) ἀκριβός, πολύτιμος·
    2. (милый) προσφιλής, ἀγαπητός, ἀκριβός:
    \дорогой друг! ἀγαπητέ φίλε!, ἀκριβέ μου φίλε!· ◊ нам \дорогойа каждая минута κάθε λεπτό μᾶς εἶναι πολύτιμο.
    дорогой II
    нареч στό δρόμο, καθ' ὀδόν, στή διάρκεια τής πορείας:
    поговорим \дорогой θά μιλήσουμε πηγαίνοντας, θά τά πούμε στό δρόμο.

    Русско-новогреческий словарь > дорогой

  • 4 друг

    1. -а, πλθ. друзья, -ей κ. παλ. други α. φίλος•

    старый друг παλαιός φίλος•

    любезный друг αγαπητέ φίλε•

    друг дома οικογενειακός φίλος•

    будь -ом ή будь друг (προσαγόρευση παρακλητική) φίλε μου.

    2. επ. βρ: από το•

    другой άλλος, ένας•

    друга ο ένας τον άλλον, αλληλο...• ненавидеть друг друга αλληλομισούμαστε•

    друг на друга ο ένας στον άλλον•

    друг за -ом ο ένας "κοντά στον άλλον•

    перед -ом ποιος περισσότερο•

    они стараются друг перед другом αυτοί προσπαθούν ποιος περισσότερο•

    друг с другом ο ένας με τον άλλον•

    друг около -а ο ένας δίπλα στον άλλον, παραπλεύρως•

    друг на -е ο ένας πάνω στον άλλον•

    против -а ο ένας κατά του άλλου•

    друг о –е ο ένας για τον άλλον•

    дама сам друг (χαρτπ.) η ντάμα τον αγαπά (τον ευνοεί η τύχη, είναι παιδί της τύχης).

    Большой русско-греческий словарь > друг

  • 5 милый

    επ., βρ: мил, мила, мило; милейший.
    1. χαριτωμένος, χαριτόβρυτος•

    -ое дитя χαριτωμένο παιδάκι•

    -ая улыбка χαριτωμένο χαμόγελο•

    она очень -а αυτή είναι πολύ χαριτωμένη.

    || ευχάριστος• ευγενής, -ενικός, φιλόφρονας.
    2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, ακριβός•

    милый друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου).

    3. ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η, εραστής.
    εκφρ.
    мил человек – (απλ.) καλέ μου άνθρωπε•
    - ое дело – α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση ωραία•
    вот (это) -о! – α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε ακόμα!

    Большой русско-греческий словарь > милый

  • 6 дорогой

    επίρ.
    καθ' οδόν, στο δρόμο, ταξιδεύοντας•

    дорогой у нас украли чемодан στο δρόμο μας έκλεψαν τη βαλίτσα.

    επ., βρ: дорог, -га, дорого; дороже.
    1. ακριβός, πολύτιμος•

    дорогой мех ακριβή γούνα•

    ваш совет мне -дорог η συμβουλή σας μου είναι πολύτιμη•

    каждая минута -га κάθε λεπτό είναι πολύτιμο.

    2. προσφιλής, αγαπητός•

    мой дорогой друг αγαπητέ μου φίλε.

    εκφρ.
    - гой ценой – ακριβά•
    заплатить -гой ценой – πληρώνω ακριβά.

    Большой русско-греческий словарь > дорогой

См. также в других словарях:

  • βέλτιστος — η, ον βέλτιστος, η, ον (AM) (υπερθ. του αγαθός*) άριστος, ικανότατος αρχ. 1. (η κλητ. ως προσφώνηση φιλική ή ειρωνική) ὦ βέλτιστε αγαπητέ, φίλε μου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ βέλτιστοι οι αριστοκρατικοί 3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ βέλτιστον α) η …   Dictionary of Greek

  • μέλε — (Α) αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική προσφώνηση για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, καλέ μου, ευλογημένε, καημένε («ἐπειδή γ , ὦ μέλε, ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ ἡμῑν ἀξίας», Αριστοφ.) β) σαρκαστικά,… …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • τάν — τάς ΝΜΑ (δωρ. τ. αιτ. και γεν. τού θηλ. άρθρ. αντί τήν, τῆς) φρ. «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾱς» α) (παρακελευσματική φράση που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες μητέρες στους γιους τους όταν έφευγαν για τον πόλεμο) ή νικητής να φέρεις πίσω την ασπίδα αυτή ή να… …   Dictionary of Greek

  • φιλότης — ητος, και αιολ. τ. φιλότας, ατος, ἡ, Α [φίλος] 1. φιλική αγάπη, φιλία («ξεῑνοι μὲν διαμπερές εὐχόμεθ εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος», Ομ. Οδ.) 2. φιλοξενία 3. φιλική συνεννόηση μεταξύ λαών («φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες», Ομ. Ιλ.) 4. ερωτική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»